ἀρχιερέα

ἀρχιερέα
ἀρχιερέᾱ , ἀρχιερεύς
arch-priest
masc acc sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀρχιερέας — ἀρχιερέᾱς , ἀρχιερεύς arch priest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АРХИЕРЕЙСКОЕ БОГОСЛУЖЕНИЕ — [греч. ἀρχιερατικὴ λειτουργία, лат. liturgia pontificalis], в визант. обряде богослужение, совершаемое архиереем (лицом в епископском сане). По апостольскому церковному устройству епископ является главой своей церковной области, символизируя… …   Православная энциклопедия

  • PONTIFEX Maximus — apud eosdem Romanos, dicebatur unus ille, qui reliquorum supremus erat, a Numa itidem institutus, cui, ut Dionys. l. 2. tradit, maximarum rerum, quae ad sacra et Religionem pertinent, curam iudiciumque commisit, eumque vindicem esse iussit… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μίλιος Ζουπανοπολίτης — (18ος 19ος αι.). Ο κυριότερος εκπρόσωπος της ελληνικής λαϊκής γλυπτικής και ένας από τους λιγοστούς επώνυμους λαϊκούς καλλιτέχνες. Γεννήθηκε στο Ζουπάνι (σημερινό Πεντάλοφο) των ηπειρομακεδονικών συνόρων και δούλεψε στα χωριά του Πηλίου κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • Φθιώτιδες Θήβαι (-ες) — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστές δύο αρχαίες πόλεις της Μαγνησίας: η μία βρίσκεται κοντά στο σημερινό χωριό Μικροθήβες, στην οδό Βόλου Αλμυρού, περίπου 4 χλμ. από την κωμόπολη Νέα Αγχίαλο· η άλλη βρίσκεται στη Νέα Αγχίαλο. Η πρώτη, που είναι… …   Dictionary of Greek

  • ВСТРЕЧА АРХИЕРЕЯ — чин торжественной встречи епископа при его входе в храм для совершения службы, составляющий особенность архиерейского богослужения. Обычно В. а. называют не только непосредственно встречу епископа духовенством, но также чин совершения архиереем… …   Православная энциклопедия

  • δοξαράς — I Επώνυμο επτανησιακής οικογένειας με καταγωγή από τη Μάνη, μέλη της οποίας υπήρξαν γνωστοί ζωγράφοι, κληρικοί και στρατιωτικοί. 1. Δημήτριος (; – 1771). Ζωγράφος και στρατιωτικός. Ήταν γιος του Παναγιώτη (βλ. 4.) και αδελφός του Νικόλαου (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ton Despotin — is an acclamation chanted by the cantor or choir in honour of a bishop when he gives a blessing in the Eastern Orthodox or Eastern Catholic churches. While the Divine Liturgy may be chanted in any language, Ton Despotin is almost always chanted… …   Wikipedia

  • архиѥрѣи — АРХИѤРѢ|И (143), ˫А с. ἀρχιερεύς Первосвященник; архиерей; лицо, имеющее одну из высших степеней священства: ти ни въ || горѣ сеи ни въ иерл҃имѣ желаѥть поклонити сѩ б҃оу. оутрь бо имать въ себѣ оц҃ѩ: оутрь же и с҃на и архиерѣ (τὸν ἀρχιερέα) Изб… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”